DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
stö̀t n ~en ~ar
gen. πλήγμα
earth.sc. κρουστικός παλμός
el. κρουστική υπέρταση
forestr. κραδασμός m
mater.sc. ώθηση
met., construct. κρούση
stö̀ta v
gen. μπήγω
Stötande v
comp., MS Ακατάλληλο περιεχόμενο