DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stö̀rning n ~en ~ar
gen. παρεμβολή παρασίτων
chem. δημιουργία σφάλματος δομής
el. ατέλεια m; κρυσταλλική ατέλεια
environ. όχληση; ενόχληση; παρενόχληση; όχληση/ενόχληση/παρενόχληση; βαθµός ηχητικής ενόχλησης
fin. διάδοση; φήμη
forestr. διατάραξη
med. διαταραχή
transp. αποδιοργάνωση; απώλεια ελέγχου; ροπή διατάραξης
störningar n
transp., avia. συμβάν/γεγονός