DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | adjective
stö̀ra v
gen. παρενόχληση; παρενοχλώ; ενοχλώ
störar v ~de ~t
nat.res., fish.farm. μουρούνες (Acipenseridae, Acipenseriformes); στουριόνια (Acipenseridae, Acipenseriformes)
stö́rre adj.
gen. ανώτερος; μεγαλύτερος
Stö́rre adj.
comp., MS Μεγάλο μέγεθος
stort adj.
gen. ευρέως
Störst adj.
comp., MS Μέγιστο μέγεθος