| |||
στήριγμα φυτού | |||
δόγα,ντούγα | |||
ακιπίσιος m (Acipenser sturio); ξυρύχι (Acipenser sturio); οξύρρυγχος ο κοινός (Acipenser sturio); οξύρυγχος (Acipenser sturio); στουριόνι (Acipenser sturio) | |||
στουργιόνι (Acipenser sturio); οξύρρυγχος (Acipenser sturio) | |||
ξυρήχι (Acipenser sturio) | |||
| |||
μεγάλος | |||
| |||
ανώτερος; μεγαλύτερος | |||
| |||
Μεγάλο μέγεθος | |||
| |||
ευρέως | |||
| |||
Μέγιστο μέγεθος |