DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun | adjective
stö̀r n ~en ~ar
agric. στήριγμα φυτού
agric., industr., construct. δόγα,ντούγα
fish.farm. ακιπίσιος m (Acipenser sturio); ξυρύχι (Acipenser sturio); οξύρρυγχος ο κοινός (Acipenser sturio); οξύρυγχος (Acipenser sturio); στουριόνι (Acipenser sturio)
nat.res., fish.farm. στουργιόνι (Acipenser sturio); οξύρρυγχος (Acipenser sturio)
obs., fish.farm. ξυρήχι (Acipenser sturio)
stòr n ~en
gen. μεγάλος
stö́rre adj.
gen. ανώτερος; μεγαλύτερος
Stö́rre adj.
comp., MS Μεγάλο μέγεθος
stort adj.
gen. ευρέως
Störst adj.
comp., MS Μέγιστο μέγεθος