DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
stö̀d n ~et; pl. ~
gen. υποστήριξη
construct. βάθρο; στήριξη; στήριγμα f
earth.sc., mech.eng. έδραση,στήριξη
environ. εγγύηση; χορηγία/εγγύηση/αναδοχή m
fin. σημείο ανάκαμψης τιμών
law αρωγή; οικονομική βοήθεια; οικονομική ενίσχυση
law, insur. βοηθητικό επίδομα
mater.sc., mech.eng., construct. διαχωριστικά της διπλής βάσης της παλέτας; διαχωριστικά σανίδων έδρασης παλέτας
stat. πεδίο ορισμού
stö̀dja v
gen. υποστηρίζω