DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
stång n ~en stänger
construct. στοιχείο m; επίμηκες τεμάχιο; στέλεχος m
econ. ράβδος
el. οριζόντια ράβδος; επιλογική ράβδος
Stäng n
comp., MS Κλείσιμο m
stängd v
gen. κλειστός
stängt v
gen. κλειστά
stängd v
comp., MS κλειστή
stä̀nga v
comp., MS κλείνω