DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stämpning n
construct. αντιστήριξη; υποστύλωση; υποστήριξη; ενίσχυση; στύλωση; στήριξη
stàmpning n ~en ~ar
coal., met. λειτουργία συμπυκνώσεως; σύστημα συμπυκνώσεως
earth.sc., transp. δελφινισμός; κυματοειδής πλεύση υδροπλάνου
transp., nautic., fish.farm. προνευστασμός m; σκαμπανέβασμακν.