DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stä́ngsel [stäŋ´sel] n stängslet; pl. ~, best. pl. stängslen
agric. φράκτης; περίφραξη
demogr., agric. διαχωριστικός φράκτης; διαχωριστικόν ανάχωμα