DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stä̀mpel n ~n stämplar
agric. σφραγίς επί κορμού
chem. εξάρτημα τροφοδοσίας θετικού καλουπιού; εξάρτημα τροφοδοσίας αρσενικού καλουπιού
industr., construct. σφραγίδα f
industr., construct., met. μαρκάρισμα εν θερμώ; έμβλημα f
market., fin. ένσημο; χαρτόσημο m