DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stä̀mning n ~en ~ar
gen. ατμόσφαιρα f; μήνυση
law εισαγωγικό έγγραφο της δίκης; προσαγωγή στη Δικαιοσύνη; κλήση; κλήτευση
stàmning n ~en ~ar
med. ψελλισμός (battarismus, tumultus sermonis); βατταρισμός m (battarismus, tumultus sermonis); τραυλισμός m (battarismus, tumultus sermonis)