DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sprutning n ~en ~ar
agric., chem. εφαρμογή συντηρητικού με ραντισμό
forestr. ψεκασμός m
industr., chem. βάψιμο με ψεκασμό
industr., construct., chem. Eκτόξευση; πιστόλισμα f; ψέκασμα