DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sprutmunstycke n
chem., mech.eng. ακροφύσιο ψεκασμού
mater.sc. κεφαλή εξωθητή; κεφαλή μπουντινέζ
nat.sc., agric. ψεκασμός m
transp. βαλβίδα κατακλυσμού