DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sprinkler [spriŋ´kler] n ~n; pl. ~ hellre än ~s
commer. καταιονητήρας f; σύστημα καταιονισμού
mater.sc. ψεκαστήρας f; ψεκαστήρας πυρόσβεσης