DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sprìdning n ~en ~ar
gen. διάδοση; μοίρασμα
commun., earth.sc. σκέδαση
construct. διάστρωση; τοπική διόγκωση
earth.sc., el. διασκορπισμός
el. συνέπεια m
fin., insur. περιθώριο
industr., construct., chem. εφαρμογή κόλλας
life.sc. διασπορά φυτών
life.sc., el. διάχυση
math. διασπορά
met. επίστρωση
polit. κυκλοφορία
stat. διαφορά μέσων; μεταβλητότητα f