DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sprìdare n ~n; pl. ~, best. pl. spridarna
agric., construct. διανομεύς
el. υποστήριγμα διατηρήσεως των αποστάσεων για πολύκλωνους αγωγούς
environ. περιστροφικός καταιονιστήρας
industr., construct. μπέκ ψεκασμού; ακροφύσιο ψεκασμού
industr., construct., chem. εξαπλωτής κόλλας
mech.eng., construct. διανομέας f
nat.sc., agric. ακροφύσιο ευθείας ρήψης
transp. εκτοξευτήρας σκυροδέματος; πλαίσιο ανύψωσης; αρτάνη
transp., mech.eng. διαχύτης