DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
sprìcka n ~n sprickor
gen. γεωλογικό ρήγμα; κόβω; κόψιμο; ρήγμα f
agric., industr., construct. σχισμή διαμπερής,ρωγμή διεισδύουσα
earth.sc., industr., construct. Ραγάδα ακρορραγάδα
forestr. ραγάδα f
forestr., industr., construct. διάτμησις m
industr., construct. σουβλί
life.sc. κάταγμα f; ρωγμή 2.ρήγμα
med. ρωγμή μονόπλευρηρωγμή κατά την υλοτομία,ρωγμή διαμήκης μη διεισδύουσα
met. ρηγμάτωση; σπάω; θραύω
nat.sc. εκφράττω
transp. ρωγμή; σχισμή; εμφανίζω ρωγμές; ρηγματώνομαι
sprickor n
life.sc., coal. σχισμές; διαρρήξεις
sprùcken v
industr., construct., chem. Kρακελαρισμένο
industr., construct., met. ρωγμή