|
|
gen. |
γεωλογικό ρήγμα; κόβω; κόψιμο; ρήγμα f |
agric., industr., construct. |
σχισμή διαμπερής,ρωγμή διεισδύουσα |
earth.sc., industr., construct. |
Ραγάδα ακρορραγάδα |
forestr. |
ραγάδα f |
forestr., industr., construct. |
διάτμησις m |
industr., construct. |
σουβλί |
life.sc. |
κάταγμα f; ρωγμή 2.ρήγμα |
med. |
ρωγμή μονόπλευρηρωγμή κατά την υλοτομία,ρωγμή διαμήκης μη διεισδύουσα |
met. |
ρηγμάτωση; σπάω; θραύω |
nat.sc. |
εκφράττω |
transp. |
ρωγμή; σχισμή; εμφανίζω ρωγμές; ρηγματώνομαι |
|
|
life.sc., coal. |
σχισμές; διαρρήξεις |
|
|
industr., construct., chem. |
Kρακελαρισμένο |
industr., construct., met. |
ρωγμή |