DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spread n
fin. διαιτησία μεταξύ προθεσμιακών τιμών; τεχνική spread
fin., insur. περιθώριο
spreads n
earth.sc., agric. ανακατεργασμένα τυριά για επάλειψη