DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sprä̀ngning n ~en ~ar
gen. ρήξη,έκρηξη
coal. εξόρυξη με τη βοήθεια εκρηκτικών
construct. ανατίναξις m; πυροδότησις 2.ανατίναξις άνευ διατρήματος
industr., construct., chem. Pάγισμααπό θερμικό σόκ
industr., construct., met. απόσπαση γυάλινου αντικειμένου από τον υαλουργικό αυλό