DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spòrt [spårt´] n ~en ~er
gen. άθλημα f; σπορ
econ. αθλητισμός m
environ. συνάντηση; μεταλλακτός m (τύπος); αθλοπαιδιά/άθληση/άθλημα/μεταλλακτός τύπος
law, environ. συνάντηση (jocus); αγώνας (jocus); παίγνιο m (jocus); παιχνίδι (jocus)
Spòrt [spårt´] n
comp., MS Αθλητικά f