DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spòle n ~n spolar
chem. δικωνικό καρούλι; δικωνική μπομπίνα
commun., el. πηνίο m
el. καρούλι; μπομπίνα f; στραγγαλιστικό πηνίο; επαγωγέας; πηνίο αυτεπαγωγής
forestr. σωληνοειδές f
industr., construct. μπομπίνα για διάστρα; μπομπίνα για στημόνι
IT τύμπανο περιτύλιξης; κύλινδρος τυλίγματος ταινίας; τύμπανο περιέλιξης
mater.sc. πυρήνας f
mech.eng. ομοαξωνικό περιστρεφόμενο συγκρότημα συμπιεστού-στροβίλου; περιστρεφόμενο τύμπανο
transp. σερπαντίνα f; σπειροειδής σωλήνας