DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
spill n ~et
el. υπερχείλιση
environ. διαρροή; απόρριψη; απόχυση; εκροή; απώλεια m; απώλειες m; διαρροή/εκροή/απόρριψη/απόχυση; αποβαλλόμενα ύδατα/απώλεια/απόβλητα; υπολείμματα/απώλειες/απορρίμματα f; Απόβλητα f
industr., construct. βράκτεια φύλλα; απώλεια επεξεργασίας
mech.eng. ανύψωση
med. αριθμητική υπερχείλιση
spìlla v
gen. χύνω