DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
spìk n ~en ~ar
el. αιχμή
industr., construct. σπράγγα; ήλος; καρφί
mater.sc. υφαντική βελόνα; βελόνα ύφανσης
spikar v ~de ~t
IT, el. κορυφές τάσης
spika v
gen. καρφώνω