DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
spìnn n ~et; pl. ~
earth.sc., transp. διατοιχισμός m; περιδύνηση; περιστροφή
nucl.phys. ιδιοστροφορμή; σπιν
transp. περιδίνηση
spinner v spann, spunnit, spunnen spunnet spunna, pres. spinner
mech.eng. κώνος εισαγωγής; κώνος εισόδου
transp. κώνος έλικας
transp., mech.eng. θόλος ομφαλού έλικα
spìnna v
commun., transp. να εισέλθει σε περιδίνηση; να μπεί σε περιδίνηση