DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
spèts n ~en ~ar
gen. μύτη
demogr. αιχμή
hobby, agric. αιχμή του αγκιστριού
hobby, transp. κορυφή
IT, scient. σημείο τομής δύο καμπυλών
nat.sc., transp., avia. σημείο τομής
spet n
agric., industr., construct. μικρή σχίζα
med. συσσωματώματα ινών