DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spèlrum n ~met
construct. περιτύπωμα έργου
mech.eng. τύρβη διακένων; απώλεια επιδόσεων λόγω στροβιλισμού στα διάκενα άκρων πτερυγίων και κελύφους