DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spèl n ~et; pl. ~
comp., MS Τυχερά παιχνίδια
econ. παίγνια
el. μηχανική αντίδραση; αντίδραση
environ. παίγνιο m; αγώνας; παιχνίδι; συνάντηση
law, environ. συνάντηση (jocus); αγώνας (jocus); παίγνιο m (jocus); παιχνίδι (jocus)
mech.eng. ανοχή; διάκενο m; απώλεια επιδόσεων λόγω στροβιλισμού στα διάκενα άκρων πτερυγίων και κελύφους; τύρβη διακένων
transp., astronaut. Ελεύθερη συναρμογή
Spèl n
comp., MS Παιχνιδιού; Παιχνίδια