DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spanning n
industr., construct. ενίσχυση ανοικτής ραφής
spä̀nning n ~en ~ar
gen. στρες f
earth.sc. ολικό φορτίο; πίεση
el. διαφορά δυναμικού; ηλεκτρική τάση
environ. υπερένταση; ψυχολογική πίεση
industr., construct. τέντωμα f
transp. τάση