| |||
δοχείο συλλογής γάλακτος; ζεύξη εργασίας; αλμεκτικό δοχείο; δοχείο αμέλγματος | |||
άνοιγμα f; φάτνωμα f | |||
σύνολο καλυπτόμενο από διανύσματα | |||
πλάτος m | |||
| |||
κώνος εισαγωγής; κώνος εισόδου | |||
κώνος έλικας | |||
θόλος ομφαλού έλικα | |||
| |||
να εισέλθει σε περιδίνηση; να μπεί σε περιδίνηση |