DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
spann n ~et; pl. ~
agric. δοχείο συλλογής γάλακτος; ζεύξη εργασίας; αλμεκτικό δοχείο; δοχείο αμέλγματος
construct. άνοιγμα f; φάτνωμα f
IT, scient. σύνολο καλυπτόμενο από διανύσματα
stat., earth.sc., tech. πλάτος m
spinner v spann, spunnit, spunnen spunnet spunna, pres. spinner
mech.eng. κώνος εισαγωγής; κώνος εισόδου
transp. κώνος έλικας
transp., mech.eng. θόλος ομφαλού έλικα
spìnna v
commun., transp. να εισέλθει σε περιδίνηση; να μπεί σε περιδίνηση