DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spaltning n ~en
food.ind. διάσχιση
industr., construct. εξομοίωση; διαίρεση
mater.sc., chem. επιδεκτικότητα σχισίματος
met. διάσπαση; σχίσιμο m
tech., industr., construct. διαίρεση στημονιού
transp., industr. θρυμματισμός πέλματος