DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
spàrande n ~t ~n
account. αποταμίευση
environ. εξοικονόμηση; αποταμίευση/εξοικονόμηση
spå̀ra v
gen. αποθηκεύω
comp., MS παρακολούθηση
spàra v
gen. εξοικονομώ
comp., MS αποθηκεύω
Spàra v
comp., MS Αποθήκευση