DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spàlt n ~en ~er
comp., MS στήλη
hobby, transp. σχισμή αλεξίπτωτου
med. σχισμή
met. αρχικό άνοιγμα
spält n
nat.res., agric., food.ind. σίτος σπέλτα (Triticum spelta); σιτάρι απέλτα (Triticum spelta); σπέλτα m (Triticum spelta); όλυρα (Triticum spelta)