DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spårväxel n
transp., tech., construct. αλλαγή γραμμής; αλλαγή πορείας; αλλαγή τροχιάς; βελόνη; διακλάδωση; κλειδί σιδηροδρομικής γραμμής; λοστός m; τροχιά αλλαγής κατεύθυνσης; ψαλίδι σιδηροδρομικής γραμμής