DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spårelement n ~et; pl. ~
agric. ολιγοστοιχεία f; μικροστοιχείο
chem. μικροθρεπτικό στοιχείο; μικροτροφική ουσία; ολιγοστοιχείο
environ. ιχνοστοιχεία f
met. ιχνοστοιχείο