DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spårare n ~n; pl. ~, best. pl. spårarna
gen. ανιχνευτής m
chem. ραδιενεργός ιχνηθέτης
environ. ιχνηθέτης m
sparare n ~n; pl. ~, best. pl. spararna
econ. αποταμιευτής m