DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spår n ~et; pl. ~
gen. ίχνος m
agric. μονοπάτι
commun. ίχνος αντήχησης ραντάρ
comp., MS κομμάτι ήχου
el. αυλάκι; αύλακας; δίαυλος εγγραφής σε μαγνητική μνήμη
forestr. αποτύπωμα f; χνάρι n; πίεση στο έδαφος; ερπύστριες f; ίχνη τροχών
mater.sc., construct. αυλάκωση
mech.eng. βλητροδόχη; εγκοπή; υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής
met. μηχανική εντομή
transp. κυματοειδής αυλάκωση; οδός m
transp., construct. ζώνη σιδηρογραμμής; σιδηρογραμμή
transp., met. γδάρσιμο
transp., mil., grnd.forc. αμιγής γραμμή
-spår n
forestr. εντομή πριονιού