DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spån n ~et; pl. ~
agric., industr., construct. ξυλοκέραμος χειροποίητος,σχίζα καλύψεως ή κεραμώσεως χειροποίητος
chem., el. γρέζι
industr., construct. αποδιοργανωμένο στοιχείο ή μόριο; θρυμματισμένο σωματίδιο; αμφιδέτης
met. απόβλητο κοπής
tech., met. λίμες; ρινίσματα λίμανσης; ρινίσματα τόρνου; ρινίσματα φρέζας; τόρ νοι; φρέζες