Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
spån
n ~et; pl. ~
agric., industr., construct.
ξυλοκέραμος χειροποίητος,σχίζα καλύψεως ή κεραμώσεως χειροποίητος
chem., el.
γρέζι
industr., construct.
αποδιοργανωμένο στοιχείο ή μόριο
;
θρυμματισμένο σωματίδιο
;
αμφιδέτης
met.
απόβλητο κοπής
tech., met.
λίμες
;
ρινίσματα λίμανσης
;
ρινίσματα τόρνου
;
ρινίσματα φρέζας
;
τόρ νοι
;
φρέζες
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips