DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spärrskikt n
chem., met. μονωτικό επίχρισμα
el. στοιβάδα f; Περιοχή φράγματος; ζώνη φράγματος; οριακσ στρώμα; ζώνη αραίωσης; περιοχή αραίωσης; περιοχή μετάβασης; περιοχή φορτίου χώρου
environ. οριακό στρώμα