DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spä̀rrning n ~en ~ar
commun. κατηγορία υπηρεσίας; περιορισμόツ κλήσεων
commun., IT φραγή κλήσης
IT, dat.proc. επέκταση του διαστήματος μεταξύ των γραμμάτων; βήμα διαστήματος; πρόσθετο διάστημα χαρακτήρων
IT, el. παγίδα f
stat., commun., scient. συμφόρηση