DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spä̀rrhake n ~n -hakar
mater.sc. αλεξίπτωτο άγκιστρο ολισθαίνουσας κλίμακας
mech.eng. μάνδαλος; αναστολέας συγκράτησης; κλείστρο m
transp., mech.eng. στροφέας ασφάλισης