DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
spä̀nnvidd n ~en ~er
gen. θυρίδα τερματικού στοιχείου
construct. άνοιγμα f; υποτεινούμενο τόξο γραμμής
transp. εγκάρσιο άνοιγμα; εκπέτασμα f; κατά μήκος του εκπετάσματος
transp., avia. εκπέτασμα πτέρυγας