DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sortéring n ~en ~ar
gen. διαλογή
agric., construct. διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος
comp., MS ταξινόμηση; σειρά ταξινόμησης
environ. διαχωρισμός m; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση m
forestr. κατάταξη
industr., construct. διαλέγω
work.fl., IT, life.sc. φυσική ταξινόμησις τεμαχιδίων φερτού υλικού