DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
som n
gen. καθώς; οποίος m; που m; σαν; ως m
söm [söm´] n ~met el. ~men; pl. ~, best. pl. ~men
tech., industr., construct. πλακορραφή; ραφή κατά μήκος; συρραφή