DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
snabbstartenhet n
mech.eng. βασικός κινητήρας με τυποποιημένο εξοπλισμό; ειδικά εξοπλισμένος βασικός κινητήρας; κινητήρας QEC; κινητήρας εξοπλισμένος με παρελκόμενα