DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | adjective
snàra v
environ. τοποθέτηση παγίδων; παγίδευση/τοποθέτηση παγίδων
snàrare adj.
gen. έγκαιρα
snar adj. ~t ~a
gen. έγκαιρος
snarast adj.
gen. χωρίς καθυστέρηση