DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
snörpvad n ~en ~ar
agric., fish.farm. κυκλωτικό δίχτυ με κεντρικό σάκκο και σχοινί περασμένο σε χαλκάδες; κυκλικό δίχτυ με κεντρικό σάκκο και σχοινί περασμένο σε χαλκάδες
fish.farm. γρι-γρι