DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
snår n ~et; pl. ~
forestr. νεαρά δασοσυστάς; συστάδα m
snàrare adj.
gen. έγκαιρα
snar adj. ~t ~a
gen. έγκαιρος
snarast adj.
gen. χωρίς καθυστέρηση