DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
smä̀ltning n ~en ~ar
gen. ρευστοποίηση; λυώσιμο
environ. τήξη
hobby, construct. τήξη επιφάνειας παγοδρομίου
med. ρευστοποίησις m; υγροποίησις
smältnings- n
med. ρευστοποιητικός m; υγροποιητικός m