DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
smä̀lta n ~n smältor
gen. εκκαμινεύω; λιώνω
el. τήξη
industr., construct., met. τήγμα f
med., life.sc. πέπτω
met. παρτίδα μετάλλου
met., el. ρευστή μάζα υλικού