DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slungmaskin n
gen. φυγοκεντρική μηχανή; διαχωριστής m
construct. μηχανή επιδιόρθωσης
met., el. μηχάνημα ψεκασμού; μηχάνημα επισκευής