DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
slùttning n ~en ~ar
gen. κλίση m
agric. πλαγιά
environ. πρανές f; κλιτύς m; πρανές/κλιτύς f
nat.sc., agric. χωράφι σε πλαγιά
slùttning bergssida n
forestr. κλιτύς λόφου